- πατοῦμαι
- πατέομαιeatpres ind mp 1st sg (attic epic doric)πατέωeatpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατιέμαι — πατιέμαι, πατήθηκα, πατημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: πατιέμαι : οι λόγιες μτχ. (από το πατούμαι) απαντώνται ως ουσιαστικά (τα πατούμενα [→ τα παπούτσια] και η πεπατημένη [→ ο συνηθισμένος τρόπος ενέργειας]) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής